- δυσεξιχνίαστος
- -η, -οαυτός που δύσκολα εξιχνιάζεται και εξηγείται: Αυτή η υπόθεση δολοφονίας ήταν δυσεξιχνίαστη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δυσεξιχνίαστος — η, ο 1. αυτός που δύσκολα εξιχνιάζεται ή ανακαλύπτεται 2. δυσνόητος … Dictionary of Greek
δαιδαλοειδής — –ές 1. λαβυρινθώδης, πολύπλοκος 2. περίτεχνος, καλλιτεχνικός 3. δυσεξιχνίαστος, σκοτεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαίδαλος + είδης < είδος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Τάσο Νερούτσο («δαιδαλοειδείς ταινίαι»)] … Dictionary of Greek
δυσαίσθητος — δυσαίσθητος, ον (Α) 1. αναίσθητος 2. εκείνος τού οποίου τα αισθητήρια όργανα παρουσιάζουν μειωμένη λειτουργία 3. δυσνόητος 4. δυσεξιχνίαστος … Dictionary of Greek
δυσερεύνητος — η, ο (AM δυσερεύνητος, ον) δυσεξιχνίαστος* … Dictionary of Greek
δυστέκμαρτος — δυστέκμαρτος, ον (Α) δυσεξιχνίαστος … Dictionary of Greek
δύσληπτος — η, ο (AM δύσληπτος, ον) 1. αυτός που δύσκολα συλλαμβάνεται, πιάνεται 2. δυσνόητος («δύσληπτα νοήματα») νεοελλ. (για τροφή, φάρμακα) αυτός που δύσκολα λαμβάνεται, πίνεται ή τρώγεται αρχ. 1. αυτός που δύσκολα δίνει λαβή (ἐδόκει... δύσληπτον ὑπὸ… … Dictionary of Greek